-
1 препятствие
препятствие с το εμπόδιο* бег с \препятствиеями о δρόμος μετ' εμποδίων брать \препятствие спорт, υπερνικώ το εμπόδιο* * *сτο εμπόδιοбег с препя́тствиями — ο δρόμος μετ'εμποδίων
брать препя́тствие — спорт. υπερνικώ το εμπόδιο
-
2 препятствие
препятств||иес τό ἐμπόδιο[ν], τό κώλυμα, τό πρόσκομμα:непреодолимое \препятствие τό ἀνυπέρβλητο ἐμπόδιο· преодолевать \препятствиеия ὑπερνικώ τά ἐμπόδια· чинить \препятствиеия кому́-либо παρεμβάλλω προσκόμματα σέ κάποιον бег с \препятствиеиями спорт. ὁ δρόμος μετ· ἐμποδίων. -
3 преграда
прегра́д||аж ὁ φραγμός, τό ἐμπόδιο[ν] / перен τό πρόσκομμα, τό κώλυμα:водная \преграда ὁ ὑδάτινος φραγμός, τό ὑδάτινο κώλυμα· грудобрюшная \преграда анат. τό διάφραγμα· преодолеть все \преградаы ὑπερνικώ \или ὑπερπηδώ) ὅλα τά ἐμπόδια· ставить \преградаы παρεμβάλλω ἐμπόδια
См. также в других словарях:
παρακάμπτω — ΝΑ 1. προσπερνώ ένα σημείο βαδίζοντας πλάι ή γύρω από αυτό 2. μτφ. αποφεύγω δύσκολη κατάσταση, υπερνικώ εμπόδιο, διαφεύγω ενεργώντας έξυπνα και επιδέξια νεοελλ. ναυτ. (για πλοία) περνώ δίπλα από ακρωτήριο και πλέω γύρω απ αυτό, παραπλέω ακρωτήριο … Dictionary of Greek